- σκορδάζειν
- Α(κατά τον Ησύχ.) «σπᾱσθαι».[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. σκορδινῶμαι).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σκορδινώμαι — άομαι και ιων. τ. έομαι, Α (αποθ.) 1. (κυρίως για πρόσ. που μόλις έχουν ξυπνήσει ή και για πρόσ. που αισθάνονται ανία) τεντώνω τα άκρα τού σώματός μου, τεντώνομαι και χασμουριέμαι συγχρόνως 2. έχω τάση για εμετό, ζαλίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για … Dictionary of Greek